- τηλεβόας
- τηλεβόᾱς , τηλεβόαςshouting afarmasc acc plτηλεβόᾱς , τηλεβόαςshouting afarmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλεβόας — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) χοάνη από λεπτό έλασμα χαλκού ή ορειχάλκου με μήκος 30 ώς 40 εκατοστόμετρα, ο λαιμός τής οποίας κατέληγε σε επιστόμιο από όπου ο χειριστής εκφωνούσε παραγγέλματα, συνθήματα ή οδηγίες, κν. χωνί 2. (μεταγενέστερα)… … Dictionary of Greek
τηλεβόας — ο μεταλλικός κωνικός σωλήνας που δυναμώνει τη φωνή ομιλητή, ώστε να ακούγεται μακριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τηλεβόας — Τηλεβόᾱς , Τηλεβόης masc acc pl Τηλεβόᾱς , Τηλεβόης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόαι — τηλεβόας shouting afar masc nom/voc pl τηλεβόᾱͅ , τηλεβόας shouting afar masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβοῶν — τηλεβόας shouting afar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόαις — τηλεβόας shouting afar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόης — τηλεβόας shouting afar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόου — τηλεβόας shouting afar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόῃ — τηλεβόας shouting afar masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόα — τηλεβόᾱ , τηλεβόας shouting afar masc nom/voc/acc dual τηλεβόας shouting afar masc voc sg τηλεβόᾱ , τηλεβόας shouting afar masc gen sg (doric aeolic) τηλεβόας shouting afar masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)